Γιάννης Οικονόμου – Βουλευτής Ν.Φθιώτιδας

Γ. Οικονόμου στη Σύνοδο των Προέδρων ΔΕΕΠ και ΔΗΜΤΟ της Νέας Δημοκρατίας: Ο Πρωθυπουργός και η Νέα Δημοκρατία είναι οι εγγυητές της αυτοδύναμης Ελλάδας

Ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, Κυβερνητικός Εκπρόσωπος και Βουλευτής Φθιώτιδας, Γιάννης Οικονόμου, παραβρέθηκε την Κυριακή 16 Οκτωβρίου στη Σύνοδο των Προέδρων ΔΕΕΠ και ΔΗΜΤΟ της Νέας Δημοκρατίας στο Ο.Α.Κ.Α..

Ο κ. Οικονόμου στην ομιλία του εστίασε στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της Παράταξης, έκανε εκτενή αναφορά στις κομβικές πρωτοβουλίες που ανέλαβε η Κυβέρνηση και τόνισε ότι ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία θα είναι και πάλι οι εγγυητές της αυτοδύναμης Ελλάδας.

«Είναι μεγάλη η χαρά και η τιμή που νιώθω που βρίσκομαι σήμερα εδώ, μαζί με τους επικεφαλής της κομματικής μας οργάνωσης, τους εκπροσώπους της περήφανης βάσης μιας  περήφανης Παράταξης. Και ο χαρακτηρισμός αυτός δεν είναι σχήμα λόγου. Επιτρέψτε μου από αυτό ακριβώς να ξεκινήσω τη δική μου τοποθέτηση. Άλλωστε η θέση μου στην Κυβέρνηση δεν έχει να κάνει με ένα συγκεκριμένο τομέα πολιτικής, αλλά με την ανάδειξη της συλλογικής προσπάθειας που κάνει η Κυβέρνησή μας και βέβαια με την πολιτική αντιπαράθεση και μέσα από αυτή με την τεράστια ποιοτική διαφορά της Παράταξης μας από όλο το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα. Η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που ίδρυσε το 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως φορέα έκφρασης της συντηρητικής και φιλελεύθερης Παράταξης στην Ελλάδα, είναι το μακροβιότερο κόμμα εξουσίας στη νεοελληνική ιστορία και το ισχυρότερο κεντροδεξιό κόμμα στην Ευρώπη. Στο μεσοδιάστημα άλλαξαν και αλλάζουν πολλά. Η Νέα Δημοκρατία αντέχει διότι έχει ρίζες βαθιές στην ελληνική κοινωνία, συγκροτημένη ιδεολογία και διαχρονικό αξιακό σύστημα. Τα δέντρα που δεν έχουν στέρεες και υγιείς ρίζες τα τσακίζουν οι άνεμοι.

Εύλογα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς μήπως αυτή η συζήτηση στην σημερινή εποχή είναι λίγο ξεπερασμένη, μήπως παραείναι αυτοαναφορική. Αντίθετα, υποστηρίζω ότι είναι έγινε ξανά περισσότερο επίκαιρη από ποτέ.  Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τις πολιτικές καινοτομίες των Μπλερ και Κλίντον σχηματοποιήθηκε μια μεταπολιτική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία τα κόμματα χρειάζεται να μετασχηματιστούν και να λειτουργούν σαν εταιρείες: χωρίς δεσμευτικές ιδεολογικές αναφορές, εστιάζοντας αποκλειστικά στη διαχείριση και κρινόμενα μόνο από μετρήσιμους δείκτες. Η αντίληψη αυτή είναι  πια ανεπίκαιρη. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τα εκλογικά αποτελέσματα στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Σουηδία και μια σειρά άλλων χωρών δείχνουν ότι οι μεγάλες πολιτικές μάχες και τα κορυφαία διακυβεύματα του 21ου αιώνα είναι ιδεολογικά και αξιακά. Ο δυτικός κόσμος μάχεται ανυποχώρητα το ρωσικό δεσποτισμό και τον αναθεωρητισμό, παρότι οι επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής μας είναι επίπονες. Ο αγώνας αυτός μπορεί να δικαιολογηθεί και να νομιμοποιηθεί στη λαϊκή συνείδηση μόνο σε ιδεολογική και αξιακή βάση.

Συνεπώς, μόνο κόμματα με αρχές και αξίες μπορούν να ανταποκριθούν στη σύγχρονη πολιτική συγκυρία, διότι μόνο αυτά μπορούν να δικαιολογήσουν πειστικά στο λαό τις πολιτικές τους, να εμπνεύσουν τους πολίτες και να τους κάνουν να συμπαραταχθούν. Η υπεράσπιση του δυτικού πολιτικού και πολιτισμικού κεκτημένου είναι ζήτημα αρχών και αξιών, οι οποίες πηγάζουν από ιδεολογία. Η μακροημέρευση ενός κόμματος, με όρους πρωταγωνιστικούς, προϋποθέτει μαζικότητα και συλλογικότητα. Τα κόμματα υπάρχουν για να υπηρετούν την Πατρίδα, το Έθνος  και την κοινωνία. Τα δημοκρατικά κόμματα είναι επίσης θεματοφύλακες του Πολιτεύματος.

Η Νέα Δημοκρατία, ως κόμμα με ιστορικό και αξιακό βάθος, διατηρεί τον ηγετικό της ρόλο και τα τελευταία χρόνια υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη αυξάνει την εκλογική και κοινωνική της απήχηση. Είναι ένα κόμμα που μεριμνά για το λαό με τη διασφάλιση της Πατρίδας και του Έθνους. Ταυτόχρονα, η προσήλωσή μας στα φιλελεύθερα ιδεώδη διασφαλίζει ότι η λαϊκότητα δεν θα εκπέσει στο επίπεδο του φτηνού λαϊκισμού και ότι το άτομο δεν θα ισοπεδωθεί από το σύνολο. Αναρωτιούνται πολλοί γιατί η  Νέα Δημοκρατία είναι το κόμμα με την ευρύτερη λαϊκή βάση. Αυτό το έχει πετύχει διότι εκφράζει ιδέες και αξίες ταυτισμένες με τον ελληνισμό στη μακρά ιστορική του διαδρομή.

Ανθρωπιστικές, δημοκρατικές, φιλελεύθερες και πατριωτικές ιδέες και αξίες, που προφυλάσσουν την κοινωνία από την ακρότητα. Οι επιμέρους πολιτικές, για να βγάζουν νόημα και να οδηγούν κάπου, χρειάζονται σαφές ιδεολογικό έρεισμα, ώστε να αποκτήσουν λαϊκή στήριξη. Τα τελευταία πενήντα περίπου χρόνια η Νέα Δημοκρατία είναι ένα κόμμα σταθερότητας, συνέπειας και συνέχειας. Ένα κόμμα πάνω στο οποίο μπορεί να ακουμπήσει ο πολίτης. Ένα κόμμα προσηλωμένο στη Δημοκρατία, το φιλελευθερισμό, την υπεράσπιση της Πατρίδας και των εθνικών δικαίων, ένα κόμμα που σέβεται τις αρχές, τις αξίες, τις παραδόσεις και την ιστορία του Ελληνισμού, ένα κόμμα με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ένα λαϊκό κόμμα που οι πολιτικές του έχουν ως αποκλειστικό γνώμονα το αυθεντικό λαϊκό συμφέρον. Και ταυτόχρονα ένα κόμμα που μπορεί και ανοίγεται σε νέα ρεύματα, σε καινούριους ανθρώπους, που μπορεί να αφομοιώνει και αξιοποιεί υπεύθυνους ανθρώπους και δημιουργικά μυαλά. Ένα κόμμα που μπορεί συνεχώς να διευρύνεται, να εξελίσσεται. Προσοχή, όμως, διευρύνεται χωρίς να μεταλλάσσεται, εξελίσσεται χωρίς να αλλοιώνεται. Ο λόγος για τον οποίο συμβαίνει αυτό περιγράφεται με μια μόνο σημαντική ελληνική λέξη. Αυτή η λέξη είναι ίσως και το μοναδικό προαπαιτούμενο. Είναι η λέξη σεβασμός. Σεβασμός στην Ιστορία μας, σεβασμός στους ανθρώπους μας, σεβασμός στην οργάνωση μας. Σεβασμός στην αποστολή μας. Σεβασμός για όσους πέρασαν, σεβασμός από όσους έρχονται. Σεβασμός που πρέπει να εκδηλώνεται έμπρακτα στο λόγο και τη στάση μας. Αυτή είναι η κληρονομιά και η παρακαταθήκη της μεγάλης μας Παράταξης.

Την ίδια ώρα βλέπουμε όλα τα υπόλοιπα ελληνικά κόμματα να πελαγοδρομούν. Βλέπουμε σήμερα τα κόμματα της Αριστεράς να μην ασχολούνται με τα πραγματικά λαϊκά προβλήματα και η ατζέντα τους να μην έχει καμιά επαφή με την πραγματικότητα. Βλέπουμε επίσης κόμματα που θέλουν να λέγονται δεξιά να συναγωνίζονται στον αντιευρωπαϊσμό και να υποστηρίζουν το διεθνή αυταρχισμό ή ακόμα και το φασισμό. Η Ελλάδα έχει μια Αντιπολίτευση κατώτερη του θεσμικού της ρόλου, των διεθνών απαιτήσεων και των τεχνολογικών εξελίξεων. Μια Αντιπολίτευση τεχνοφοβική, ιδεοληπτική, ανεύθυνη. Μια Αντιπολίτευση που δεν προσθέτει, αλλά μονίμως αφαιρεί από την Πατρίδα και την κοινωνία. Μια Αντιπολίτευση που περιφέρει την πολιτικής της απόγνωση και προσπαθεί  με όχημα όχι απλώς την κάθε κρίση, αλλά ακόμα και φρικτά και αποτρόπαια εγκλήματα να αποκομίσει εκλογικά οφέλη.

Αντίθετα, ο πραγματισμός, η τεχνογνωσία και ο επαγγελματισμός της Κυβέρνησής μας είναι τα κλειδιά που εξασφάλισαν την επιτυχημένη διαχείριση κρίσεων. Οι κρίσεις μας βρήκαν στο τέλος μιας δύσκολης πορείας. Η Ελλάδα, στη διάρκεια της δεκαετίας των μνημονίων, έμεινε πίσω από τις διεθνείς εξελίξεις. Παράλληλα, οι διεθνείς κρίσεις, από το 2020 κιόλας, δυσχεραίνουν την αποκατάσταση της ανισορροπίας που έχει δημιουργηθεί τη δεκαετία 2010-2019. Η Κυβέρνηση προσπαθεί να καλύψει το χάσμα που δημιουργήθηκε και οι πολλές και γρήγορες αλλαγές ενίοτε προκαλούν αντιδράσεις και ανασφάλεια σε αρκετά στρώματα της κοινωνίας. Η αλήθεια είναι ότι η διαχείριση των κρίσεων δεν θα μπορούσε να ήταν δίχως απώλειες και επιπτώσεις. Αλλά, σε γενικές γραμμές και με δεδομένη τη διεθνή συγκυρία, θα πρέπει να θεωρηθεί επιτυχημένη, καθώς δεν διερράγη ο κοινωνικός ιστός, δεν διασαλεύτηκε η σταθερότητα της χώρας και η ακεραιότητα της Πατρίδας και δεν δημιουργήθηκαν τεράστια αθεράπευτα πλήγματα στην κοινωνία. Τουναντίον, σε πολλές περιπτώσεις οι κρίσεις οδήγησαν σε βελτίωση του κράτους, ενίσχυση της εθνικής συνοχής και της αποφασιστικότητας, επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων.  Αυτά δεν ήταν αυτονόητα για μια Ελλάδα μετά δέκα χρόνια μνημονίων, που απορρύθμισαν την κοινωνία, αδυνάτισαν το Κράτος και δημιούργησαν περιβάλλον πολιτικής αστάθειας. Οι αλλεπάλληλες κρίσεις που διαχειριστήκαμε ήταν ικανές να δημιουργήσουν συνθήκες εθνικής τραγωδίας σε ένα κράτος με τη δυναμική και τα χαρακτηριστικά της Ελλάδας που παραλάβαμε από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2019. Φυσικά δεν πρέπει να υποτιμούμε υπάρχει δικαιολογημένη και αναμενόμενη κόπωση στην ελληνική κοινωνία από τα μνημόνια, την πανδημία και την ακρίβεια που προκάλεσε ο πόλεμος. Οι αντοχές μας είναι μειωμένες. Αλλά, δεν πρέπει να ξεχνάμε εύκολα θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι πάρα πολύ χειρότερα. Γιατί το σωστό γίνεται με ένα μόνο τρόπο, ενώ το λάθος με άπειρους. Ο λαός μας βίωσε πικρά και επαχθώς το 2015, όταν και κατάλαβε ότι η καταστροφή μπορεί να έλθει την άλλη στιγμή ως αποτέλεσμα του λαϊκισμού και του ερασιτεχνισμού.

Η βασική έγνοια της Κυβέρνησης είναι οι άνθρωποι που ζουν κάτω από το ανεκτό επίπεδο διαβίωσης και η μεσαία τάξη, γιατί, ως φιλελεύθεροι, έχουμε αρχή μας τον πολιτικό ανθρωπισμό. Έχουμε πολιτικό σχέδιο να μοιραστεί δίκαια ο πλούτος, που με τις πολιτικές μας ήδη δημιουργούμε και θα δημιουργήσουμε, και να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να αντέξουν τις επιπτώσεις των αλλεπάλληλων κρίσεων. Αποτελεσματικό και ποιοτικό δίχτυ κοινωνικής προστασίας μπορεί κανείς να ορθώσει μόνο εάν δημιουργεί πλούτο. Και ο πλούτος στις σύγχρονες κοινωνίες δημιουργείται από την τεχνολογία, την επιστήμη και τις καινοτόμες επενδύσεις. Όχι από την υπερφορολόγηση της μέσης τάξης, όχι από τον κανιβαλισμό της μιας τάξης από την άλλη. Η Κυβέρνησή μας στηρίζει τη Δικαιοσύνη ως πυλώνα της Δημοκρατίας μας, ενισχύει την εθνική άμυνα με το εξοπλιστικό πρόγραμμα που έχει δρομολογήσει την κατάλληλη στιγμή, αναβαθμίζει τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική θέση της Πατρίδας μας μέσω διεθνών συμμαχιών, πρωτοβουλιών και συνεργασιών, θωρακίζει τα εθνικά μας σύνορα και χειρίζεται με επιτυχία τη μεγάλη πρόκληση του μεταναστευτικού, μειώνει δραστικά την ανεργία ως αποτέλεσμα της προσέλκυσης μεγάλων επενδύσεων, αυξάνει το βασικό μισθό και παρέχει ένα τεράστιο πακέτο για να ανακουφίσει τις συνέπειες των κρίσεων ακρίβειας, ενισχύει σε πρωτοφανές επίπεδο το ΕΣΥ και στηρίζει τους υγειονομικούς στο μακρόχρονο και κοπιώδη αγώνα ενάντια στην πανδημία, μάχεται όσο καμιά άλλη στην Ευρώπη ενάντια στο κύμα ακρίβειας σε αγαθά και ενέργεια, εκσυγχρονίζει και ψηφιοποιεί το κράτος, μάχεται την ενδοοικογενειακή βία, ακούει τις ανάγκες της νεολαίας και τη διευκολύνει στην εύρεση νέων ποιοτικών εργασιών. Μια Κυβέρνηση που υπερασπίζεται την Πατρίδα απέναντι στους συκοφάντες της, οι οποίοι έφτασαν σε σημείο να θέλουν να παρουσιάσουν την Ελλάδα, σε θέματα ελευθερίας Τύπου και κράτους-δικαίου, σε χειρότερο σημείο από αφρικανικές δικτατορίες. Η Κυβέρνηση αυτή, με πρωτοπόρο τον Πρωθυπουργό, δεν αφήνει καμιά πρόκληση αναπάντητη, τόσο πολιτική όσο και στο πεδίο.

Συνεχίζουμε τον αγώνα μας με αφοσίωση, σεμνότητα και σεβασμό στον πολίτη, διορθώνοντας τις αδυναμίες μας και τα λάθη μας, τα οποία είναι αναπόφευκτα για όποιον δρα και επιχειρεί να αλλάξει τα πράγματα. Οι πολίτες καλούνται να διαλέξουν ποια Ελλάδα θέλουν. Το βασικό κριτήριο είναι οι πολιτικές, όχι τα ιδεολογήματα. Θέλουμε επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας ή επιδοματικές πολιτικές φτωχοποίησης; Μείωση ή αύξηση των φόρων; Ψηφιακό ή γραφειοκρατικό και παρωχημένο δημόσιο; Ισχυρό ή ανοργάνωτο ΕΣΥ; Ανοικτά σύνορα ή αυστηρή μεταναστευτική πολιτική; Ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας ή θολοκουλτουριάρικο μηδενισμό; Σχέσεις αμοιβαίας συνεργασίας με τις υπερδυνάμεις του πλανήτη ή αφελείς περιπλανήσεις στον τρίτο κόσμο; Πανεπιστήμια ποιότητας ή καταφύγια της ανομίας; Ανυποχώρητη εθνική πολιτική ή κλείσιμο ματιού στον αναθεωρητισμό;  Οι διαχωριστικές γραμμές είναι σαφείς και έμπρακτες. Υπερβαίνουν πια τα παραδοσιακά δίπολα, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στη νέα πραγματικότητα. Ο νέος κόσμος απαιτεί εφευρετικές και θαρραλέες λύσεις. Οι μεγάλες κρίσεις και οι δομικές ανακατατάξεις του 21ου αιώνα δημιουργούν φοβερούς κλυδωνισμούς. Η υποβάθμιση της ποιότητα ζωής των πολιτών, το μεταναστευτικό, η κρίση της δημοκρατίας κ.ά. δεν γίνεται να αντιμετωπιστούν με τη μεταπολιτική λογική των κομμάτων – επιχειρήσεων και των ευκαιριακών πολιτικών σχηματισμών αγανάκτησης, διαμαρτυρίας και αντίδρασης. Επίσης, τα προβλήματα δεν ξεπερνιούνται με την προσθήκη πολιτικών αδιεξόδων. Σε ένα κόσμο που στροβιλίζεται επικίνδυνα, χρειάζονται κόμματα με στέρεα θεμέλια στην ιστορία και την κοινωνία. Κόμματα σαν τη Νέα Δημοκρατία.  Χρειάζονται ηγέτες με συγκρότηση, γνώσης και βαθιά αίσθηση της αποστολής τους. Χρειάζονται ηγέτες σαν το Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο Πρωθυπουργός και η Νέα Δημοκρατία είναι και θα είναι πάλι οι εγγυητές της αυτοδύναμης Ελλάδας και μετά τις επόμενες εκλογές».

 

Skip to content